φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
μανταφούνι — το 1. μικρό αγκυλωτό και οξύ εργαλείο με το οποίο ανοίγονται οπές στο έδαφος για μεταφύτευση φυντανιών από φυτώριο ή για φύτευση βολβών ή σπόρων, ιδίως οσπρίων 2. ναυτ. στον πληθ. τα μανταφούνια λεπτά σχοινιά ραμμένα πάνω στα μεγάλα πανιά… … Dictionary of Greek
μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
νεοφυτείον — νεοφυτεῑον, τὸ (Α) [νεόφυτος] νέο φυτώριο … Dictionary of Greek
σεμινάριο — Ονομασία εκκλησιαστικών σχολών του 16ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Τα σ. προπαρασκεύαζαν τους μελλοντικούς κληρικούς. Σχολεία του είδους υπήρχαν και πριν, αλλά τα σ. ήταν περισσότερο συγκροτημένα και είχαν δασκάλους τους μορφωμένους θεολόγους. Τέτοια … Dictionary of Greek
σπερμοβόλημα — το, Μ [σπερμοβολῶ] φυτώριο … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
τεΐα — (thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το … Dictionary of Greek